μοιρασμένος

μοιρασμένος
shared

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Kiriaki Chrisomalli-Henrich — (griechisch Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich, auch in der Transkription Kyriaki Chrysomalli Henrich, * 18. Januar 1946 in Thessaloniki) ist eine deutsch–griechische Neogräzistin und Übersetzerin. Leben und Werk Chrisomalli stammt aus… …   Deutsch Wikipedia

  • επιδαίσιος — ἐπιδαίσιος, ον (Α) [επιδαίομαι] μοιρασμένος στα δύο …   Dictionary of Greek

  • κεάζω — (Α) 1. σπάζω, σχίζω 2. (για κεραυνό) συντρίβω 3. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. κεα (πρβλ. αόρ. κεά σσαι, ευ κέα στος, αλλά και κείω) < *κεσα < ΙΕ ρίζα *kes «κόβω» (πρβλ. αρχ. ινδ. śas [a]ti, śasisyati «κόβω», λατ. castrare «κλαδεύω»). Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • μοιραστός — ή, ό [μοιράζω] 1. αυτός που μπορεί να μοιραστεί 2. μοιρασμένος, διασκορπισμένος …   Dictionary of Greek

  • παλαμοδιαίρετος — η, ο βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής παλάμης και οι τομές οι οποίες χωρίζουν τους λοβούς προχωρούν πολύ πιο πέρα από το μέσο τού ελάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. palmipartite (< λατ. palma «παλάμη» +… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… …   Dictionary of Greek

  • μοιράζομαι — μοιράζομαι, μοιράστηκα, μοιρασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”